- εξασφαλιστικός
- -ή, -όαυτός που προσφέρεται για εξασφάλιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κωνστ. Φρεαρίτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξασφαλιστικός — ή, ό που εξασφαλίζει, που συντελεί στην εξασφάλιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατοχυρωτικός — ή, ό [κατοχυρώνω] 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για την καλή οχύρωση ενός πράγματος 2. αυτός που συντελεί στην εξασφάλιση, προστατευτικός, εξασφαλιστικός (α. «κατοχυρωτικός νόμος» β. «κατοχυρωτικό διάταγμα») … Dictionary of Greek